- περνώ
- πέρασα, περάστηκα, περασμένος1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο.2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού.3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι: Περάσαμε νύχτα τη μεγάλη γέφυρα.4. διαβρέχω, διαποτίζω: Η βροχή πέρασε ως είκοσι εκατοστά το χώμα.5. ξεπερνώ, υπερβαίνω: Τον πέρασε στο τρέξιμο, στη βαθμολογία.6. καταγράφω, καταχωρίζω: Πέρασε το ποσό αυτό στο λογαριασμό.7. ντύνομαι, φορώ: Πέρασε ένα ρούχο, να μην κρυώνεις.8. διανύω: Πέρασα δύο χρόνια στην πόλη αυτή.9. αμτβ., διαβαίνω, διέρχομαι: Από την πόρτα σου περνώ κι από τη γειτονιά σου (λαϊκό τραγούδι).10. περνώ μέσα από κάτι: Πώς πέρασες από την τρύπα ολόκληρος άνθρωπος;11. παρέρχομαι: Πέρασαν τόσα χρόνια.12. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι: Περάστε στο γραφείο και περιμένετε.13. γίνομαι αποδεχτός, ισχύω: Δεν περνάνε τα παλιά χιλιάρικα.14. έχω κύρος, δύναμη: Δεν περνάει ο λόγος σου εδώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.