περνώ

περνώ
πέρασα, περάστηκα, περασμένος
1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο.
2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού.
3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι: Περάσαμε νύχτα τη μεγάλη γέφυρα.
4. διαβρέχω, διαποτίζω: Η βροχή πέρασε ως είκοσι εκατοστά το χώμα.
5. ξεπερνώ, υπερβαίνω: Τον πέρασε στο τρέξιμο, στη βαθμολογία.
6. καταγράφω, καταχωρίζω: Πέρασε το ποσό αυτό στο λογαριασμό.
7. ντύνομαι, φορώ: Πέρασε ένα ρούχο, να μην κρυώνεις.
8. διανύω: Πέρασα δύο χρόνια στην πόλη αυτή.
9. αμτβ., διαβαίνω, διέρχομαι: Από την πόρτα σου περνώ κι από τη γειτονιά σου (λαϊκό τραγούδι).
10. περνώ μέσα από κάτι: Πώς πέρασες από την τρύπα ολόκληρος άνθρωπος;
11. παρέρχομαι: Πέρασαν τόσα χρόνια.
12. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι: Περάστε στο γραφείο και περιμένετε.
13. γίνομαι αποδεχτός, ισχύω: Δεν περνάνε τα παλιά χιλιάρικα.
14. έχω κύρος, δύναμη: Δεν περνάει ο λόγος σου εδώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — περνάω / περνώ, πέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέρνω — Ν εσφ. γρφ. τού παίρνω …   Dictionary of Greek

  • περνῶ — πέρνημι export for sale pres subj act 1st sg (attic epic doric) περνάω sell pres imperat mp 2nd sg περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνω — πέρνημι export for sale pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου …   Dictionary of Greek

  • καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά …   Dictionary of Greek

  • κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδιαβαίνω — περνώ από κάπου κρυφά, προσπερνώ μυστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”